- εξαναστέφω
- ἐξαναστέφω (Α)στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξανέστεφον — ἐξαναστέφω imperf ind act 3rd pl ἐξαναστέφω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)